τιμαλφῶν

τιμαλφῶν
τῑμαλφῶν , τιμαλφέω
do honour to
pres part act masc nom sg (attic epic doric)
τιμαλφής
fetching a prize
masc/fem/neut gen pl (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αδαμαντοπώλης — ο πωλητής, έμπορος διαμαντιών και άλλων πολύτιμων λίθων, καθώς και τιμαλφών, κοσμηματοπώλης, χρυσοχόος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδάμας + πώλης < πωλώ. ΠΑΡ. αδαμαντοπωλείο] …   Dictionary of Greek

  • γλωσσόκομος — γλωσσόκομος, ο (Μ) το γλωσσόκομον, κιβώτιο για φύλαξη χρημάτων και τιμαλφών. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλώσσα + κομος < κομώ «φροντίζω για κάτι, περιποιούμαι»] …   Dictionary of Greek

  • ευθύνη — (Νομ.). Ο όρος σημαίνει τη κατάσταση στην οποία βρίσκεται ένα άτομο που παραβίασε μια συμβατική υποχρέωση ή προκάλεσε ζημία με κάποια πράξη ή παράλειψή του αντίθετη είτε στον νόμο είτε στα ιδιαίτερα καθήκοντά του. Η έννοια της ε. έχει διάφορες… …   Dictionary of Greek

  • λιθοκόλληση — η διακόσμηση τιμαλφών αντικειμένων με πολύτιμους λίθους. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + κόλληση (< κολλώ)] …   Dictionary of Greek

  • τιμαλφώ — έω, ΜΑ [τιμαλφής] δοξολογώ («ὑπὲρ πολλῶν τιμαλφῶν λόγοις νίκαν», Πίνδ.) αρχ. εορτάζω, πανηγυρίζω («αὐτὸν κάρτα τιμαλφεῑ λεώς», Αισχύλ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”